Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκληματολογικός η εγκληματολογική το εγκληματολογικό
      γενική του εγκληματολογικού της εγκληματολογικής του εγκληματολογικού
    αιτιατική τον εγκληματολογικό την εγκληματολογική το εγκληματολογικό
     κλητική εγκληματολογικέ εγκληματολογική εγκληματολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκληματολογικοί οι εγκληματολογικές τα εγκληματολογικά
      γενική των εγκληματολογικών των εγκληματολογικών των εγκληματολογικών
    αιτιατική τους εγκληματολογικούς τις εγκληματολογικές τα εγκληματολογικά
     κλητική εγκληματολογικοί εγκληματολογικές εγκληματολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκληματολογικός < εγκληματολόγος

  Επίθετο επεξεργασία

εγκληματολογικός -ή -ό

  1. ο σχετικός με την εγκληματολογία
  2. ο σχετικός με την εξέταση των στοιχείων που αφορούν σε ένα έγκλημα
    εγκληματολογικό εργαστήριο

  Μεταφράσεις επεξεργασία