αποφρακτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποφρακτικός < μεσαιωνική ελληνική ἀποφρακτικός < αρχαία ελληνική ἀποφράσσω
Επίθετο επεξεργασία
αποφρακτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την απόφραξη ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποφρακτικός
|