αντιφεμινισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιφεμινισμός < αντι- + φεμινισμός, (λόγιο δάνειο) αγγλική antifeminism [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.di.fe.mi.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐φε‐μι‐νι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιφεμινισμός αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις αντί και φεμινισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιφεμινισμός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αντιφεμινισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας