Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ροβέρτος οι Ροβέρτοι
      γενική του Ροβέρτου των Ροβέρτων
    αιτιατική τον Ροβέρτο τους Ροβέρτους
     κλητική Ροβέρτο Ροβέρτοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ροβέρτος < προσαρμογή από την (άμεσο δάνειο) αγγλική Robert, (άμεσο δάνειο) ισπανική , (άμεσο δάνειο) ιταλική Roberto < αγγλονορμανδικά Robert < παλαιά γαλλική Robert < παλαιά άνω γερμανική Hrodperht < πρωτογερμανική *hrōþiz (φήμη, ακτινοβολία) + *berhtaz (λαμπερός)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾoˈveɾ.tos/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ροβέρτος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)