Εβρένογλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Εβρένογλου | οι | Εβρένογλοι & Εβρενογλαίοι |
οι | Εβρένογλου |
γενική | του/της | Εβρένογλου | των | Εβρένογλων & Εβρενογλαίων |
των | Εβρένογλου |
αιτιατική | τον/την | Εβρένογλου | τους | Εβρένογλους & Εβρενογλαίους |
τους/τις | Εβρένογλου |
κλητική | Εβρένογλου | Εβρένογλοι & Εβρενογλαίοι |
Εβρένογλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΕβρένογλου αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- Εβρενόπουλος (επώνυμο)
- Εβρενοπούλου (επώνυμο)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Εβρένογλου σελ.121 - Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.