Εβρενόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Εβρενόπουλος | οι | Εβρενόπουλοι & Εβρενοπουλαίοι1 |
γενική | του | Εβρενόπουλου & Εβρενοπούλου |
των | Εβρενόπουλων2 & Εβρενοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Εβρενόπουλο | τους | Εβρενόπουλους3 & Εβρενοπουλαίους |
κλητική | Εβρενόπουλε | Εβρενόπουλοι & Εβρενοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Εβρενοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Εβρενοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Εβρενόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕβρενόπουλος αρσενικό (θηλυκό Εβρενοπούλου)