↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Δίκαστρο τα Δίκαστρα
      γενική του Δικάστρου
Δίκαστρου
των Δικάστρων
    αιτιατική το Δίκαστρο τα Δίκαστρα
     κλητική Δίκαστρο Δίκαστρα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Δίκαστρο < δί- + κάστρο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈði.ka.stɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δί‐κα‐στρο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Δίκαστρο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία