Δίκαστρον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Δίκαστρον | τὰ | Δίκαστρα | ||||
γενική | τοῦ | Δικάστρου | τῶν | Δικάστρων | ||||
δοτική | τῷ | Δικάστρῳ | τοῖς | Δικάστροις | ||||
αιτιατική | τὸ | Δίκαστρον | τὰ | Δίκαστρα | ||||
κλητική ὦ! | Δίκαστρον | Δίκαστρα | ||||||
Συνήθως στον ενικό | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δίκαστρον < → δείτε τη λέξη Δίκαστρο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði.ka.stɾon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δί‐κα‐στρον
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔίκαστρον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) χωριό της Φθιώτιδας → δείτε τη λέξη Δίκαστρο