Δικαστριώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δικαστριώτισσα < Δικαστριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.ka.stɾiˈo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δι‐κα‐στρι‐ώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔικαστριώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Δικαστριώτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Δίκαστρο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Δικαστριώτης
Δικαστριώτισσα
|