Γολέμι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Γολέμι | τα | Γολέμια |
γενική | του | Γολεμιού & Γολεμίου |
των | Γολεμιών & Γολεμίων |
αιτιατική | το | Γολέμι | τα | Γολέμια |
κλητική | Γολέμι | Γολέμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γολέμι < σλαβικής προέλευσης голем (ɡɔlɛm) < πρωτοσλαβική *golěmъ[1] (μεγάλος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣoˈle.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γο‐λέ‐μι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓολέμι ουδέτερο
- χωριό της Φθιώτιδας, άλλη μορφή του Γουλέμι[2]
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Max Vasmer, Die Slaven in Griechenland, εκδ. Verlag der Akademie der Wissenschaften, Βερολίνο ¹1941, σελ. 69, λήμμα Γολέμη
- ↑ Διοικητικές μεταβολές της Τ.Α. - Γουλέμι, ΕΕΤΑΑ