Γκρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΓκρας αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Γκύντερ Γκρας (Günter Grass) στη Βικιπαίδεια , 1927–2015, Γερμανός νομπελίστας συγγραφέας
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γκρας | οι | Γκράδες |
γενική | του | Γκρα | των | Γκράδων |
αιτιατική | τον | Γκρα | τους | Γκράδες |
κλητική | Γκρα | Γκράδες | ||
Είναι μονοσύλλαβο και δε φέρει τόνο. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς (κλίση: ψαράς)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Γκρας < γκρας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓκρας αρσενικό (θηλυκό Γκρα)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΕτυμολογία 3
επεξεργασία- Γκρας < (άμεσο δάνειο) γαλλική Grasse
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓκρας ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Γκρας στη Βικιπαίδεια