γκρας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γκρας | οι | γκράδες |
γενική | του | γκρα | των | γκράδων |
αιτιατική | τον | γκρα | τους | γκράδες |
κλητική | γκρα | γκράδες | ||
όπως «ρήγας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γκρας < ορθογραφικό δάνειο από τη γαλλική Gras, το επώνυμο του Γάλλου κατασκευαστή του τουφεκιού, Basile Gras (γαλλική προφορά επωνύμου: /gʁa/)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γκρας αρσενικό
- (οπλισμός, ιστορία) είδος παλιού οπισθογεμούς τουφεκιού
- (μεταφορικά, για πρόσωπα, παρωχημένο)
- αργόστροφος, που δεν καταλαβαίνει γρήγορα (επειδή ήταν ένα όπλο αργό στη χρήση του)
- κακός μαθητής
- ο ντόμπρος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «γκρας» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.