Βουδούρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βουδούρης < παρωνύμιο στην οθωμανική τουρκική بودور (κοντός, μικροκαμωμένος, νάνος),[1] στην τουρκική γλώσσα bodur + -ης· φωνητικός εξελληνισμός («καθαρισμός», «διόρθωση») του Μπουντούρης.[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vuˈðu.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βου‐δού‐ρης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒουδούρης αρσενικό (θηλυκό Βουδούρη)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms Ι (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884), σ. 393.
- ↑ Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 72.