Βουδούρη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βουδούρη < γενική ενικού του αρσενικού Βουδούρης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vuˈðu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βου‐δού‐ρη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒουδούρη θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΒουδούρη αρσενικό