Μπουντούρη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μπουντούρη < γενική ενικού του αρσενικού Μπουντούρης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /buˈdu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπου‐ντού‐ρη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜπουντούρη θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΜπουντούρη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Μπουντούρης