Βαλάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Βαλάρι | τα | Βαλάρια |
γενική | του | Βαλαριού & Βαλαρίου |
των | Βαλαριών & Βαλαρίων |
αιτιατική | το | Βαλάρι | τα | Βαλάρια |
κλητική | Βαλάρι | Βαλάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βαλάρι < αρωμουνική vale (κοιλάδα) + -ărie (περιεκτική κατάληξη)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vaˈla.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐λά‐ρι
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βαλάρι ουδέτερο
- οικισμός της Ευρυτανίας
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Γιώργος Ζαροδήμος, Τα Οικωνύμια του Δήμου Αγράφων, Αθήνα 2021