Αταλάντη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αταλάντη | οι | Αταλάντες |
γενική | της | Αταλάντης | των | Αταλαντών |
αιτιατική | την | Αταλάντη | τις | Αταλάντες |
κλητική | Αταλάντη | Αταλάντες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αταλάντη < ελληνιστική κοινή Ἀταλάντη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.taˈlan.di/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐τα‐λά‐ντη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑταλάντη θηλυκό
- πόλη της Φθιώτιδας
- αρχαία πόλη στην Ημαθία
- ονομασία νησίδων της Ελλάδας
- (ελληνική μυθολογία) γυναικείο όνομα