Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αρτέμιδα οι Αρτέμιδες
      γενική της Αρτέμιδας των Αρτέμιδων
    αιτιατική την Αρτέμιδα τις Αρτέμιδες
     κλητική Αρτέμιδα Αρτέμιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αρτέμιδα < Άρτεμις + -ιδα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾˈte.mi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αρ‐τέ‐μι‐δα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αρτέμιδα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. πόλη της Αττικής
     συνώνυμα: Λούτσα
  3. οικισμός της Ηλείας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία