Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αριάνα οι Αριάνες
      γενική της Αριάνας
    αιτιατική την Αριάνα τις Αριάνες
     κλητική Αριάνα Αριάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Αριάνα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Ariana < αρχαία ελληνική Ἀριάδνη (αντιδάνειο)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αριάνα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Αριάνα < λείπει η ετυμολογία

  Μεταγραφή επεξεργασία

Αριάνα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία