Δείτε επίσης: Αριάδνη, Αριάγνη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀριάδνη αἱ ...?...αι
      γενική τῆς Ἀριάδνης τῶν Ἀριαδνῶν
      δοτική τῇ Ἀριάδν ταῖς Ἀριάδναις
    αιτιατική τὴν Ἀριάδνην τὰς Ἀριάδνᾱς
     κλητική ! Ἀριάδνη ...?...αι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀριάδν
γεν-δοτ τοῖν  Ἀριάδναιν
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀριάδνη < ἀρι- + ἀδνός, ἁγνός (ιερός). Κατά τον Beekes, το <δν> υποδηλώνει προελληνική καταγωγή.[1]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀριάδνη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα Αριάδνη
  2. (ελληνική μυθολογία) η θυγατέρα του Μίνωος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.