Αριάδνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αριάδνη | οι | Αριάδνες |
γενική | της | Αριάδνης | — | |
αιτιατική | την | Αριάδνη | τις | Αριάδνες |
κλητική | Αριάδνη | Αριάδνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αριάδνη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ἀριάδνη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αριάδνη θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
- Αριάγνη (σπάνιο)