Δείτε επίσης: Ἀμφιάλη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αμφιάλη οι Αμφιάλες
      γενική της Αμφιάλης των Αμφιαλών
    αιτιατική την Αμφιάλη τις Αμφιάλες
     κλητική Αμφιάλη Αμφιάλες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αμφιάλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἀμφιάλη

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aɱ.fiˈa.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αμ‐φι‐ά‐λη

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αμφιάλη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία