Αμφιάλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αμφιάλη | οι | Αμφιάλες |
γενική | της | Αμφιάλης | των | Αμφιαλών |
αιτιατική | την | Αμφιάλη | τις | Αμφιάλες |
κλητική | Αμφιάλη | Αμφιάλες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αμφιάλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἀμφιάλη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɱ.fiˈa.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αμ‐φι‐ά‐λη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑμφιάλη θηλυκό
- συνοικία του Κερατσινίου στον Πειραιά
- ※ Μια βραδιά στην Αμφιάλη / του τη φέραν του Μιχάλη / του τη φέραν του Μιχάλη / μια βραδιά στην Αμφιάλη. (Στην Αμφιάλη, στίχοι: Νίκος Γκάτσος, μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος, εκτέλεση: Τάκης Μπίνης, Κώστας Τσίγγος, 1983)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Αμφιάλη στη Βικιπαίδεια