Αλποχώρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Αλποχώρι | τα | Αλποχώρια |
γενική | του | Αλποχωριού & Αλποχωρίου |
των | Αλποχωριών & Αλποχωρίων |
αιτιατική | το | Αλποχώρι | τα | Αλποχώρια |
κλητική | Αλποχώρι | Αλποχώρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Αλποχώρι < καθαρεύουσα Ἀλποχώριον. Μορφολογικά αναλύεται σε αλουπού (αλεπού) + -χώρι[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /al.poˈxo.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αλ‐πο‐χώ‐ρι
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Οικονόμου, Κώστας Ευ. (2002). Τα οικωνύμια του νομού Ιωαννίνων: γλωσσολογική εξέταση. Ιωάννινα: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων., σ. 32-33 Διαθέσιμο και σε αρχειοθετημένη έκδοση.