Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αλποχωρίτισσα οι Αλποχωρίτισσες
      γενική της Αλποχωρίτισσας των Αλποχωριτισσών
    αιτιατική την Αλποχωρίτισσα τις Αλποχωρίτισσες
     κλητική Αλποχωρίτισσα Αλποχωρίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αλποχωρίτισσα < Αλποχωρίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /al.po.xoˈɾi.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αλ‐πο‐χω‐ρί‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αλποχωρίτισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αλποχωρίτης