Ακεσίνης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ακεσίνης | ||
γενική | του | Ακεσίνη | ||
αιτιατική | τον | Ακεσίνη | ||
κλητική | Ακεσίνη | |||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ακεσίνης < ελληνιστική κοινή Ἀκεσίνης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ceˈsi.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐κε‐σί‐νης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑκεσίνης αρσενικό, μόνο στον ενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Ακεσίνης στη Βικιπαίδεια