Τσενάμπ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τσενάμπ < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡seˈnab/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσε‐νάμπ
Μεταγραφή
επεξεργασίαΤσενάμπ αρσενικό άκλιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία Τσενάμπ
→ δείτε τη λέξη Ακεσίνης |