Αγιοπετρίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Αγιοπετρίτης < (Άγιος Πέτρος) Άγι(ος) + -ο- Πέτρ(ος) + -ίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αγιοπετρίτης αρσενικό (θηλυκό Αγιοπετρίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τον Άγιο Πέτρο ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αγιοπετρίτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αγιοπετρίτης | οι | Αγιοπετρίτηδες |
γενική | του | Αγιοπετρίτη* | των | Αγιοπετρίτηδων |
αιτιατική | τον | Αγιοπετρίτη | τους | Αγιοπετρίτηδες |
κλητική | Αγιοπετρίτη | Αγιοπετρίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Αγιοπετρίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Αγιοπετρίτης < πατριδωνυμικό Αγιοπετρίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αγιοπετρίτης αρσενικό (θηλυκό Αγιοπετρίτη ή Αγιοπετρίτου)