Άβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Άβα | οι | Άβες |
γενική | της | Άβας | — | |
αιτιατική | την | Άβα | τις | Άβες |
κλητική | Άβα | Άβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Άβα < αρχαία ελληνική Ἄβα
- ως ξενικό όνομα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Ava < Eva < λατινική Eva < αρχαία ελληνική Εὔα < αρχαία εβραϊκή חַוָּה (khavá)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ά‐βα
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Άβα θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) μία από τις νύμφες της ελληνικής μυθολογίας
- γυναικείο όνομα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Άβα
|