Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Άβα οι Άβες
      γενική της Άβας
    αιτιατική την Άβα τις Άβες
     κλητική Άβα Άβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Άβα < αρχαία ελληνική Ἄβα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.va/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ά‐βα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Άβα θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) μία από τις νύμφες της ελληνικής μυθολογίας
  2. γυναικείο όνομα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία