Ἄβα
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | Ἄβα | Ἄβα | Ἄβαι |
Γενική | Ἄβης | Ἄβαιν | Ἀβῶν |
Δοτική | Ἄβῃ | Ἄβαιν | Ἄβαις |
Αιτιατική | Ἄβαν | Ἄβα | Ἄβας |
Κλητική | Ἄβα | Ἄβα | Ἄβαι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Ἄβα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Ἄβα θηλυκό
- (μυθολογία) νύμφη, ερωμένη του Ποσειδώνα, μητέρα του Εργίσκου, ιδρυτή της Εργίσκης
- κόρη του Ζηνοφάνους, βασίλισσα της Όλβης, στη Κιλικία.
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «Ἄβα» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.