Ἄβαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | αἱ | Ἄβαι |
γενική | τῶν | Ἀβῶν |
δοτική | ταῖς | Ἄβαις |
αιτιατική | τὰς | Ἄβᾱς |
κλητική ὦ! | Ἄβαι | |
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ἄβαι θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Άβαι στη Βικιπαίδεια
Παράγωγα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- Ἄβαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Λήμμα «Ἄβαι», στο: Στέφανος ο Βυζάντιος, Εθνικά. Στον ιστότοπο Topos Text του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη· πρόσβαση: 2020-06-08