Ἀβαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀβαῖος | οἱ | Ἀβαῖοι |
γενική | τοῦ | Ἀβαίου | τῶν | Ἀβαίων |
δοτική | τῷ | Ἀβαίῳ | τοῖς | Ἀβαίοις |
αιτιατική | τὸν | Ἀβαῖον | τοὺς | Ἀβαίους |
κλητική ὦ! | Ἀβαῖε | Ἀβαῖοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀβαίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀβαίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἈβαῖος αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της πόλης Ἄβαι στην αρχαία Φωκίδα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Αβαίος στη Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- Ἀβαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.