Δείτε επίσης: Αβαίος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀβαῖος οἱ Ἀβαῖοι
      γενική τοῦ Ἀβαίου τῶν Ἀβαίων
      δοτική τῷ Ἀβαί τοῖς Ἀβαίοις
    αιτιατική τὸν Ἀβαῖον τοὺς Ἀβαίους
     κλητική ! Ἀβαῖε Ἀβαῖοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀβαίω
γεν-δοτ τοῖν  Ἀβαίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀβαῖος < Ἄβαι + -αῖος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ἀβαῖος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία