Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀβαῖος < Ἄβαι + -αῖος

  Επίθετο επεξεργασία

Ἀβαῖος, -α, -ον
  1. ο αναφερόμενος στην πόλη Ἄβαι
  2. επίκληση του Απόλλωνα στο οικείο ιερό ναό του στη πόλη Ἄβαι
* Ἀβαῖος Ἀπόλλων

Δείτε επίσης επεξεργασία