↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοσογόνος η νοσογόνος
νοσογόνα
το νοσογόνο
      γενική του νοσογόνου της νοσογόνου
νοσογόνας
του νοσογόνου
    αιτιατική τον νοσογόνο τη νοσογόνο
νοσογόνα
το νοσογόνο
     κλητική νοσογόνε νοσογόνε
νοσογόνα
νοσογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοσογόνοι οι νοσογόνοι
νοσογόνες
τα νοσογόνα
      γενική των νοσογόνων των νοσογόνων των νοσογόνων
    αιτιατική τους νοσογόνους τις νοσογόνους
νοσογόνες
τα νοσογόνα
     κλητική νοσογόνοι νοσογόνοι
νοσογόνες
νοσογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νοσογόνος < νόσος + -γόνος (γεννώ)

  Επίθετο

επεξεργασία

νοσογόνος, -ος/-α, -ο

  • που προκαλεί μια νόσο
    νοσογόνοι παράγοντες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία