normalny
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
normalny (pl)
- κανονικός
- (ειδικότερα) τυπικός, μέσα στα πλαίσια του νόμου ή των κανόνων
- Συνώνυμα typowy
- (ειδικότερα) ψυχικά υγιής
- (ειδικότερα) (για εισιτήριο, θέση κλπ) κανονικός, απλός, ολόκληρος
ΚλίσηΕπεξεργασία
Κλίση του επιθέτου normalny στα πολωνικά