munus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- munus < munis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mei (αλλαγή, ανταλλαγή)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmunus ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | munus | muneră |
γενική | muneris | munerum |
δοτική | munerī | munerĭbus |
αιτιατική | munus | muneră |
κλητική | munus | muneră |
αφαιρετική | munere | munerĭbus |