emigrate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | emigrate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | emigrates |
αόριστος | emigrated |
παθητική μετοχή | emigrated |
ενεργητική μετοχή | emigrating |
Ρήμα
επεξεργασίαemigrate (en)
- αποδημώ, μεταναστεύω, ξενιτεύομαι, φεύγω από τη χώρα μου για να μεταναστεύσω σε άλλη
Συνώνυμα
επεξεργασίαεπίσης δείτε
Συγγενικά
επεξεργασία- immigrate
- migrate
- δείτε σημειώσεις για τις διαφορές των εννοιών