ενεστώτας emigrate
γ΄ ενικό ενεστώτα emigrates
αόριστος emigrated
παθητική μετοχή emigrated
ενεργητική μετοχή emigrating

emigrate (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία

επίσης δείτε

Συγγενικά

επεξεργασία