ενεστώτας migrate
γ΄ ενικό ενεστώτα migrates
αόριστος migrated
παθητική μετοχή migrated
ενεργητική μετοχή migrating

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /maɪˈɡɹeɪt/ & /ˈmaɪ.ɡɹeɪt/

migrate (en)

  1. (αμετάβατο) μεταναστεύω, για πουλιά, ζώα κ.λπ. που μετακινούνται από το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο ανάλογα με την εποχή
    ⮡  Animals/birds migrate.
    Μεταναστεύουν τα ζώα/τα πουλιά.
  2. (αμετάβατο) μεταναστεύω, για ανθρώπους που φεύγουν από μια πόλη, χώρα κτλ. για να ζήσουν ή/και να εργαστούν σε μια άλλη
    ⮡  Throughout history, people have migrated.
    Σε όλη την ιστορία, οι άνθρωποι έχουν μεταναστεύσει.
    ⮡  People migrate for economic, social, political reasons etc.
    Οι άνθρωποι μεταναστεύουν για λόγους οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς κτλ.
  3. (πληροφορική) μετεγκαθιστώ (για λογισμικό ή δεδομένα)

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

Διαφορά των λέξεων με έννοια μεταναστεύω:

  • emigrate: έξοδος από την χώρα διαμονής
  • immigrate: μόνιμη μετανάστευση σε άλλη χώρα
  • migrate: μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά με emigrate ή immigrate