migrate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | migrate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | migrates |
αόριστος | migrated |
παθητική μετοχή | migrated |
ενεργητική μετοχή | migrating |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maɪˈɡɹeɪt/ & /ˈmaɪ.ɡɹeɪt/
Ρήμα
επεξεργασίαmigrate (en)
- (αμετάβατο) μεταναστεύω, για πουλιά, ζώα κ.λπ. που μετακινούνται από το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο ανάλογα με την εποχή
- ⮡ Animals/birds migrate.
- Μεταναστεύουν τα ζώα/τα πουλιά.
- ⮡ Animals/birds migrate.
- (αμετάβατο) μεταναστεύω, για ανθρώπους που φεύγουν από μια πόλη, χώρα κτλ. για να ζήσουν ή/και να εργαστούν σε μια άλλη
- ⮡ Throughout history, people have migrated.
- Σε όλη την ιστορία, οι άνθρωποι έχουν μεταναστεύσει.
- ⮡ People migrate for economic, social, political reasons etc.
- Οι άνθρωποι μεταναστεύουν για λόγους οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς κτλ.
- ⮡ Throughout history, people have migrated.
- (πληροφορική) μετεγκαθιστώ (για λογισμικό ή δεδομένα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασίαΔιαφορά των λέξεων με έννοια μεταναστεύω:
- emigrate: έξοδος από την χώρα διαμονής
- immigrate: μόνιμη μετανάστευση σε άλλη χώρα
- migrate: μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά με emigrate ή immigrate