Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

μετεγκαθιστώ

  • (πληροφορική) migrate: μεταφέρω αρχεία ή και προγράμματα από έναν υπολογιστή σε έναν άλλο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία