Ετυμολογία

επεξεργασία
-esque < (άμεσο δάνειο) γαλλική -esque

  Επίθημα

επεξεργασία

-esque (en)

Παράγωγα

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
-esque < (άμεσο δάνειο) ιταλική -esco, πιο σπάνια από την ισπανική (mauresque, moresque, plateresque, churrigueresque), < δημώδης λατινική -iscus, ίσως γερμανικής προέλευσης (→ δείτε τη λέξη -isch
Η λέξη μαρτυρείται από τον 16ο αιώνα.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛsk/

  Επίθημα

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
-esque -esques
  • επίθημα επιθέτων που παρουσιάζουν ένα χαρακτηριστικό, μια ιδιότητα, συχνά από μια ρίζα ενός κυρίου ονόματος (για να περιγράψουν ένα καλλιτεχνικό ή πολιτικό στυλ)
    ※  Le corpus des dérivés en -esque comprend bien quelques cas où une même base donne deux dérivés distincts (comme Berni >berniesque ou bernesque, patchouli > patchouliesque et patchoulesque, Hersant >hersantesque ou hersanesque, toboggan > tobogganesque ou toboggantesque, canular >canularesque ou canulardesque). On pressent donc bien que, comme le reste de la phonologie, la morphophonologie est un lieu de variations. (Marc Plénat, « Quelques thèmes de recherche actuels en morphophonologie française », dans Cahiers de lexicologie 77, 2000)

Παράγωγα

επεξεργασία
Άλλες λέξεις που λήγουν σε -esque: