Ετυμολογία

επεξεργασία
soldatesque < soldat + -esque

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
soldatesque soldatesques

soldatesque (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) σύνολο άξεστων και απειθάρχητων στρατιωτών

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
soldatesque soldatesques

soldatesque (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. χαρακτηριστικός ενός στρατιώτη (λέγεται με αρνητική χροιά)

Συγγενικά

επεξεργασία