soldatesque
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
soldatesque | soldatesques |
soldatesque (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) σύνολο άξεστων και απειθάρχητων στρατιωτών
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
soldatesque | soldatesques |
soldatesque (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- χαρακτηριστικός ενός στρατιώτη (λέγεται με αρνητική χροιά)