Ετυμολογία

επεξεργασία
ubuesque < Ubu, από τον τίτλο «Ubu roi», έργου (1896) του Αλφρέ Ζαρρύ (Alfred Jarry)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /y.by.εsk/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ubuesque ubuesques

ubuesque (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ubuesque - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé