romanesque
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- romanesque < roman
Επίθετο
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
romanesque | romanesques |
romanesque (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- μυθιστορηματικός, που ταιριάζει σε μυθιστόρημα
- (μεταφορικά) ρομαντικός