Ετυμολογία

επεξεργασία
romanesque < roman
      ενικός         πληθυντικός  
romanesque romanesques

romanesque (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μυθιστορηματικός, που ταιριάζει σε μυθιστόρημα
  2. (μεταφορικά) ρομαντικός

Παράγωγα

επεξεργασία