ενικός         πληθυντικός  
carnavalesque carnavalesques

  Επίθετο

επεξεργασία

carnavalesque (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σχετικός με το καρναβάλι
  2. που ταιριάζει στο καρναβάλι, αλλόκοτος