Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

mauresque < maure + -esque

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
mauresque mauresques

mauresque (fr) αρσενικό ή θηλυκό