-νίκης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | -νίκης | οι | -νίκες |
γενική | του του/της |
-νίκη -νίκου |
των | -νικών |
αιτιατική | τον/τη(ν) | -νίκη | τους/τις | -νίκες |
κλητική | -νίκη (-νίκα) |
-νίκες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης». Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό. | ||||
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- -νίκης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -νίκης < νίκ(η) + -ης[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈni.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -νί‐κης
Επίθημα
επεξεργασία
-νίκης αρσενικό ή θηλυκό
- β′ συνθετικό ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε αθλητή ο οποίος έχει επικρατήσει σε αγώνα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ "-νίκης" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία
- -νίκης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)