-λέων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | -λέων | οἱ | -λέοντες |
γενική | τοῦ | -λέοντος | τῶν | -λεόντων |
δοτική | τῷ | -λέοντῐ | τοῖς | -λέουσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | -λέοντᾰ | τοὺς | -λέοντᾰς |
κλητική ὦ! | -λέον | -λέοντες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -λέοντε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -λεόντοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -λέων < λέων
Επίθημα
επεξεργασία-λέων, -οντος αρσενικό