Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Εὐρυλέων οἱ Εὐρυλέοντες
      γενική τοῦ Εὐρυλέοντος τῶν Εὐρυλεόντων
      δοτική τῷ Εὐρυλέοντ τοῖς Εὐρυλέουσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Εὐρυλέοντ τοὺς Εὐρυλέοντᾰς
     κλητική ! Εὐρυλέον Εὐρυλέοντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Εὐρυλέοντε
γεν-δοτ τοῖν  Εὐρυλεόντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εὐρυλέων < εὐρυ- + -λέων

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εὐρυλέων, -οντος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία