Εὐρυλέων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Εὐρυλέων | οἱ | Εὐρυλέοντες |
γενική | τοῦ | Εὐρυλέοντος | τῶν | Εὐρυλεόντων |
δοτική | τῷ | Εὐρυλέοντῐ | τοῖς | Εὐρυλέουσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Εὐρυλέοντᾰ | τοὺς | Εὐρυλέοντᾰς |
κλητική ὦ! | Εὐρυλέον | Εὐρυλέοντες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Εὐρυλέοντε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Εὐρυλεόντοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΕὐρυλέων, -οντος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Εὐρυλέων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- P. M. Fraser and E. Matthews 1997 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. III.A: The Peloponnese. Western Greece. Sicily. Magna Graecia, Oxford: Oxford University Press