Δημολέων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Δημολέων | οἱ | Δημολέοντες |
γενική | τοῦ | Δημολέοντος | τῶν | Δημολεόντων |
δοτική | τῷ | Δημολέοντῐ | τοῖς | Δημολέουσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Δημολέοντᾰ | τοὺς | Δημολέοντᾰς |
κλητική ὦ! | Δημολέον | Δημολέοντες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Δημολέοντε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Δημολεόντοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΔημολέων, -οντος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Δημολέων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.