ὑπερφερής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὑπερφερής | τὸ | ὑπερφερές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ὑπερφεροῦς | τοῦ | ὑπερφεροῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ὑπερφερεῖ | τῷ | ὑπερφερεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὑπερφερῆ | τὸ | ὑπερφερές | ||
κλητική ὦ! | ὑπερφερές | ὑπερφερές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ὑπερφερεῖς | τὰ | ὑπερφερῆ | ||
γενική | τῶν | ὑπερφερῶν | τῶν | ὑπερφερῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ὑπερφερέσῐ(ν) | τοῖς | ὑπερφερέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὑπερφερεῖς | τὰ | ὑπερφερῆ | ||
κλητική ὦ! | ὑπερφερεῖς | ὑπερφερῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑπερφερεῖ | τὼ | ὑπερφερεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑπερφεροῖν | τοῖν | ὑπερφεροῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὑπερφερής (ελληνιστική κοινή) < ὑπερφέρω. Μορφολογικά αναλύεται σε ὑπέρ + -φερής
Επίθετο
επεξεργασίαὑπερφερής, -ής, -ές, συγκριτικός :ὑπερφερέστερος, υπερθετικός : ὑπερφερέστατος (ελληνιστική κοινή)
- που υπερέχει, που προεξέχει
- (μεταφορικά) έξοχος, υπέροχος
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὑπερφερής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.