Δείτε επίσης: Υπερφέρης
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὑπερφερής τὸ ὑπερφερές
      γενική τοῦ/τῆς ὑπερφεροῦς τοῦ ὑπερφεροῦς
      δοτική τῷ/τῇ ὑπερφερεῖ τῷ ὑπερφερεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὑπερφερ τὸ ὑπερφερές
     κλητική ! ὑπερφερές ὑπερφερές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὑπερφερεῖς τὰ ὑπερφερ
      γενική τῶν ὑπερφερῶν τῶν ὑπερφερῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ὑπερφερέσ(ν) τοῖς ὑπερφερέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὑπερφερεῖς τὰ ὑπερφερ
     κλητική ! ὑπερφερεῖς ὑπερφερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑπερφερεῖ τὼ ὑπερφερεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ὑπερφεροῖν τοῖν ὑπερφεροῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑπερφερής (ελληνιστική κοινή) < ὑπερφέρω. Μορφολογικά αναλύεται σε ὑπέρ + -φερής

  Επίθετο

επεξεργασία

ὑπερφερής, -ής, -ές, συγκριτικός:ὑπερφερέστερος, υπερθετικός: ὑπερφερέστατος (ελληνιστική κοινή)

  1. που υπερέχει, που προεξέχει
  2. (μεταφορικά) έξοχος, υπέροχος

Συγγενικά

επεξεργασία