Δείτε επίσης: υγειονόμος
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑγειονόμος οἱ ὑγειονόμοι
      γενική τοῦ ὑγειονόμου τῶν ὑγειονόμων
      δοτική τῷ ὑγειονόμ τοῖς ὑγειονόμοις
    αιτιατική τὸν ὑγειονόμον τοὺς ὑγειονόμους
     κλητική ! ὑγειονόμε ὑγειονόμοι
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑγειονόμος < ὑγεί(α) + -ο- + -νόμος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ʝi.oˈno.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ὑ‐γει‐ο‐νό‐μος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὑγειονόμος αρσενικό (καθαρεύουσα)

Συγγενικά

επεξεργασία