Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀπάζω < λείπει η ετυμολογία

ὀπάζω

  1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή προστάζω κάποιον να ακολουθήσει
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 310 (στίχοι 310-311)
    ἀλλά μοι εὖ θ᾽ ὑπόθευ καὶ ἅμ᾽ ἡγεμόν᾽ ἐσθλὸν ὄπασσον, | ὅς κέ με κεῖσ᾽ ἀγάγῃ·
    Μόνο ζητώ μια συμβουλή καλή, και δώσε μου ένα συνοδό | που θα μπορούσε εκεί να με οδηγήσει.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 204 (στίχοι 203-204)
    Αὐτὰρ ἐγὼ δίχα πάντας ἐϋκνήμιδας ἑταίρους | ἠρίθμεον, ἀρχὸν δὲ μετ᾽ ἀμφοτέροισιν ὄπασσα·
    Τότε κι εγώ, μοιράζοντας στα δυο τους οπλισμένους μου συντρόφους, | τους μέτρησα, κι έβαλα και στις δύο ομάδες αρχηγό·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. (για πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 51
    πολλὰ γὰρ ὤπασε παιδὶ γέρων ὀνομάκλυτος Ἄλτης.
    πολλά ᾽χε δώσει εις το παιδί του ο γέροντας ο ξακουσμένος Άλτης.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 255 (στίχοι 254-255)
    αὐτὰρ Ἀχαιῶν | θέλγε νόον, Τρωσὶν δὲ καὶ Ἕκτορι κῦδος ὄπαζε.
    κι εμάργωσε των Αχαιών τον νουν ο βροντοφόρος, | την δόξαν εις τον Έκτορα να δώσει και εις τους Τρώας,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 974 (973-974)
    τῷ δὲ τυχόντι καὶ οὗ κ᾽ ἐς χεῖρας ἵκηται, | τὸν δὴ ἀφνειὸν ἔθηκε, πολὺν δέ οἱ ὤπασεν ὄλβον.
    Όποιον πετύχει, σ᾽ όποιου τα χέρια πέσει, | αυτόν τον κάνει πλούσιο και πλούτο πολύ τού δίνει.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  3. καταδιώκω από κοντά, κυνηγώ
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 341 (στίχοι 341-342)
    ὣς Ἕκτωρ ὤπαζε κάρη κομόωντας Ἀχαιούς, | αἰὲν ἀποκτείνων τὸν ὀπίστατον· οἱ δὲ φέβοντο.
    παρόμοια τους Αχαιούς πατούσε ο μέγας Έκτωρ | κι όπως εφεύγαν πάντοτε τον ύστερον κτυπούσε.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 103 (στίχοι 102-104)
    «ὦ γέρον, ἦ μάλα δή σε νέοι τείρουσι μαχηταί, | σὴ δὲ βίη λέλυται, χαλεπὸν δέ σε γῆρας ὀπάζει, | ἠπεδανὸς δέ νύ τοι θεράπων, βραδέες δέ τοι ἵπποι.
    «Ω γέρε, τώρα μαχηταί στενοχωρούν σε νέοι, | σ᾽ ήβρε το γήρας το κακό και η δύναμίς σου εκόπη, | αδύναμον θεράποντα και αργούς τους ίππους έχεις·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  4. (στη μέση φωνή) διατάζω κάποιον να ακολουθήσει κάποιον άλλο, λαμβάνω ως συνοδό
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 238
    Ἦ, καὶ Νέστορος υἷας ὀπάσσατο κυδαλίμοιο,
    Και ως είπ᾽ εκίνησαν μ᾽ αυτόν του Νέστορος τ᾽ αγόρια
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 238 (στίχοι 237-239)
    μηδὲ σύ γ᾽ αἰδόμενος σῇσι φρεσὶ τὸν μὲν ἀρείω | καλλείπειν, σὺ δὲ χείρον᾽ ὀπάσσεαι αἰδοῖ εἴκων, | ἐς γενεὴν ὁρόων, μηδ᾽ εἰ βασιλεύτερός ἐστιν.»
    πρόσεξε μη το σέβας | σε κάμει τον καλύτερον ν᾽ αφήσεις, και να πάρεις σύντροφον τον κατώτερον· | το γένος μη κοιτάζεις μηδ᾽ αν βασιλικότερος είναι εις αυτούς κανένας».
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  5. (στη μέση φωνή) προκαλούμαι, σχηματίζομαι από κάτι (π.χ. χείμαρρος από δυνατή βροχή)

Συγγενικά

επεξεργασία

Ρηματικοί τύποι: